προσκόμιση — η, Ν [προσκομίζω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προσκομίζω 2. μεταφορά σε έναν τόπο 3. προσαγωγή, παρουσίαση (α. «η προσκόμιση τών αποδεικτικών στοιχείων είναι υποχρέωση για τον ενάγοντα» β. «για το επίδομα συζύγου είναι απαραίτητη η… … Dictionary of Greek
προσκόμιση — η βλ. προσκομιδή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμφάνιση — η (AM ἐμφάνισις) νεοελλ. 1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγή («γραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» που πρέπει να εξοφληθεί μόλις τό παρουσιάσει, τό προσκομίσει κανείς) 2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση 3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση 4. (για … Dictionary of Greek
εγγραφή — η (AM ἐγγραφή) η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο τού ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος νεοελλ. 1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή… … Dictionary of Greek
κερδοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κερδοσκοπία, αυτός που γίνεται για επίτευξη εύκολου κέρδους με κάθε μέσο («κερδοσκοπικά τεχνάσματα»). επίρρ... κερδοσκοπικώς και ά με κερδοσκοπικό τρόπο, για την προσκόμιση κερδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκοπία … Dictionary of Greek
προσαγωγή — η, ΝΜΑ [προσάγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσάγω, προσκόμιση 2. το να οδηγείται κανείς ενώπιον κάποιου («προσαγωγή στον εισαγγελέα») 3. φρ. «εκ προσαγωγής» με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν νεοελλ. 1. ναυτ. ορτσάρισμα 2. φυσιολ. η κίνηση … Dictionary of Greek
προσκομιστικός — ή, όν, Μ [προσκομίζω] αυτός που χρησιμεύει στην προσκόμιση … Dictionary of Greek
σερβίρισμα — το, ατος 1. προσκόμιση φαγητών ή ποτών. 2. μετάγγιση φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)